- προσήλωσε
- προσηλόωnailaor ind act 3rd sgπροσηλόωnailaor ind act 3rd sg (homeric ionic)προσηλόωnailaor ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσηλώνω — προσηλῶ, όω, ΝΜΑ 1. στερεώνω με καρφιά, καρφώνω (α. «ἥλοις προσηλώθη ὁ Νυμφίος τῆς Ἐκκλησίας», Ακολ. Μεγ. Παρασκ. β. «Καυκάσῳ προσηλωμένος», Λουκ. γ. «τῷ τροχῷ προσηλῶσαι», Ευρ.) 2. μτφ. (σχετικά με το βλέμμα ή την προσοχή) κατευθύνω σταθερά και… … Dictionary of Greek
προσηλώνω — προσήλωσα, προσηλώθηκα, προσηλωμένος 1. καρφώνω. 2. μτφ., κατευθύνω κάπου αμετακίνητα κάτι: Προσήλωσε το βλέμμα σ ένα σημείο. 3. το μέσ., προσηλώνομαι προσέχω εντατικά, αφοσιώνομαι κάπου: Είναι προσηλωμένος στις παλιές αντιλήψεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)